ζωτικός

ζωτικός
I
(14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435.
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη.
2. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες ΛΖ’ εν Βιζύη.
3. Ζ. ο όσιος, ο ορφανοτρόφος, ο μάρτυς. Ρωμαίος ευγενής. Έζησε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας λέπρας στην Κωνσταντινούπολη, συγκέντρωνε τους ασθενείς σε σκηνές, στην τοποθεσία Ελαιώνες και τους περιέθαλπε. Για τον σκοπό αυτό αποσπούσε χρήματα από τον βασιλιά, με τη δικαιολογία ότι θα αγόραζε πολύτιμους λίθους. Προδόθηκε όμως στον Κωνστάντιο, τον διάδοχο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και κατατεμαχίστηκε, αφού τον έδεσαν και τον έσυραν πάνω σε αγριομούλαρα. Τελικά όμως, ο αυτοκράτορας μετάνιωσε και προς τιμήν του Ζ., επιχορήγησε την ίδρυση ενός οίκου λεπρών. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου.
* * *
-ή, -ό (AM ζωτικός, -όν)
1. γεμάτος ζωή, δυνατός, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός («ζωτικός άνθρωπος»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωή, που είναι κατάλληλος για παροχή ή διατήρηση τής ζωής, ζωογόνος, αναζωογονητικός («ζωτική ἐπιθυμία», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που έχει μεγάλη σημασία, θεμελιώδης, σπουδαίος, βασικός, πρωταρχικός («ζωτικά συμφέροντα»)
2. φρ. «ζωτικός χώρος»
α) (πολ.) πολιτικοοικονομική θεωρία τού εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία κατά την οποία ο γερμανικός λαός έχει φυσικό δικαίωμα να επεκταθεί σε ξένα εδάφη για να ικανοποιήσει οικονομικές, δημογραφικές κ.ά. ανάγκες του
β) (ψυχολ.) ψυχολογικό πεδίο που περιλαμβάνει το άτομο και το περιβάλλον του, κατά τον ψυχολόγο Κ. Λιούιν, με το οποίο αυτός ερμηνεύει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ενός υποκειμένου
αρχ.
1. αυτός που χαρακτηρίζει τη ζωή, που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής ζωής («ζωτικόν τε γὰρ τοῡτο καὶ τῶν ἐμψύχων ἴδιον», Αριστοτ.)
2. (για το φως) λαμπρός, ζωηρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωτικόν
α) (για πνευματικά έργα ή έργα τέχνης) πιστή και ζωηρή απεικόνιση τής ζωής, παραστατικότητα («τὸ ζωτικὸν φαίνεσθαι πῶς τοῦτο ἐνεργάζῃ τοῑς ἀνδριᾱσιν;» — πώς δίνεις στους ανδριάντες πλήρη έκφραση ζωής; Ξεν.)
β) η ζωική δύναμη
4. φρ. «ζωτικός χρόνος» — η διάρκεια τής ζωής
5. (το ουδ. πληθ. τού υπερθ. ως επίρρ.) ζωτικώτατα
με πολύ μεγάλη ζωηρότητα, πάρα πολύ ζωντανά («ζωτικώτατα ἐξεργάζεσθαι», Πλούτ.).
επίρρ...
ζωτικά και -ώς (AM ζωτικῶς)
1. κατά τρόπο ζωτικό, με ζωτικότητα, με δύναμη
2. με τρόπο που χαρακτηρίζει τη ζωή
3. φρ. «ζωτικῶς ἔχω» — έχω δύναμη ή χαρά για τη ζωή, αγαπώ τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω + κατάλ. -τικος, πρβλ. αγνευ-τικός < αγνεύω, βασκαν-τικός < βασκαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωτικός — fit for giving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικός — ή, ό 1. δραστήριος, ενεργητικός: Ζωτικός άνθρωπος. 2. σπουδαίος: Συμφέροντα ζωτικής σημασίας. – Ζωτικές ανάγκες. 3. ζωογονητικός: Ζωτικές τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζωτικός Παρασπόνδυλος — (15ος αι.). Ποιητής. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ποιήματα 645 ανομοιοκατάληκτων στίχων για τη νίκη του σουλτάνου Μουράτ Β’ κατά των Ούγγρων και Πολωνών (1444). Η ποίησή του παρουσιάζει μόνο γραμματολογικό ενδιαφέρον …   Dictionary of Greek

  • ζωτικά — ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc pl ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc/acc dual ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτερον — ζωτικός fit for giving adverbial comp ζωτικός fit for giving masc acc comp sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικῶν — ζωτικός fit for giving fem gen pl ζωτικός fit for giving masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικόν — ζωτικός fit for giving masc acc sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατα — ζωτικός fit for giving adverbial superl ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατον — ζωτικός fit for giving masc acc superl sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικαῖς — ζωτικός fit for giving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”